- προσκυρώ
- (I)-έω, και προσκύρω, Α1. έρχομαι προς κάποιον ή προς ένα μέρος, προσεγγίζω, φτάνω κάπου («προσέκυρσε Κυθήροις», Ησίοδ.)2. συνάπτομαι, συνδέομαι («ἕλος παπυρικὸν ὃ προσκυρεῑ τῇ λεγομένῃ Βαθείᾳ», επιγρ.)3. συνορεύω4. συναντώ κάποιον5. πέφτω επάνω σε κάτι, προσκρούω («ναῡς πέτρῃ προσέκυρσας», Θέογν.)6. μού συμβαίνει κάτι, υφίσταμαι κάτι («ὦ δεινότατον πάντων ὅ σ' ἐγὼ προσέκυρσ' ἤδη», Σοφ.)7. κατέχω ή καταλαμβάνω8. ανήκω σε κάποιον9. (με απαρμφ.) κάνω ώστε να...[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + κυρῶ (Ι) / κύρω «συναντώ τυχαία, προσκρούω, φθάνω»].————————(II)-όω, ΜΑβλ. προσκυρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.